- γιορτάζω
- 1. αμετ. праздновать;2. μεν. справлять (праздник), отмечать (именины, юбилей, и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιορτάζω — γιορτάζω, γιόρτασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γιορτάζω — και γιορτιάζω εορτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εορτάζω] … Dictionary of Greek
γιορτάζω — γιόρτασα, γιορτάστηκα, γιορτασμένος 1. αμτβ., έχω γιορτή: Σήμερα γιορτάζει η κόρη μας. 2. μτβ., τιμώ την επέτειο κάποιου γεγονότος: Στο σχολείο γιορτάσαμε την 28η Οκτωβρίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιόρτασμα — το ο εορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιορτάζω ή < εόρτασμα με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] … Dictionary of Greek
ενεορτάζω — ἐνεορτάζω (Α) 1. γιορτάζω σε μια περιοχή 2. γιορτάζω ένα γεγονός … Dictionary of Greek
πανηγυρίζω — Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ [πανήγυρις] παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζω νεοελλ. 1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα… … Dictionary of Greek
προδιεορτάζω — Α γιορτάζω κάποιον, κάνω γιορτή για κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεορτάζω «γιορτάζω μέχρι τέλους»] … Dictionary of Greek
συνδεκαδίζω — Α γιορτάζω τη δέκατη μέρα τού μήνα μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αμάρτυρο ρ. *δεκαδίζω «γιορτάζω τη δέκατη μέρα» (< δεκάς, άδος, πρβλ. δεκαδιστής)] … Dictionary of Greek
χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… … Dictionary of Greek
Stavento — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar … Wikipedia Español
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek